- μελιγγόνι
- και μελιγγούνι, τοβλ. μηλιγγόνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηλιγγόνι — και μελιγγόνι και μελιγγούνι, το (διαλ. τ.) 1. το μυρμήγκι 2. (για πρόσ.) άπειρο πλήθος … Dictionary of Greek
βεσπίδες — (vespidae). Οικογένεια υμενοπτέρων κεντροφόρων εντόμων, με κυριότερο εκπρόσωπό τους τη βέσπη, που συγχέεται από πολλούς με τη σφήκα. Οι β. κατασκευάζουν τις φωλιές τους στα κλαδιά των δέντρων, στις άκρες της στέγης των σπιτιών ή σε τρύπες στο… … Dictionary of Greek